- σαμπού
- το, Νάκλ. λούσιμο τής κεφαλής με μασάζ και με την χρήση αρωματισμένου υγρού σαπουνιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shampoo < λ. τής γλώσσας Χίντι cāpo, προστακτική τού cāpnā «πιέζω, μαλάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμπουάν — το, Ν άκλ. αρωματισμένο υγρό παρασκεύασμα για τον καθαρισμό τού τριχωτού τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shampoo «υγρό σαπούνι για τον καθαρισμό τού τριχωτού τής κεφαλής» < ρ. shampoo (βλ. σαμπού)] … Dictionary of Greek